Monday 1 August 2011

Ο πόλεμος των λουλουδιών

Κατά καιρούς ακούμε διάφορα για την απόφαση μας να μετοικήσουμε στο Ηνωμένο Βασίλειο. Απο ανθρώπους ¨δικούς¨ μας και καλά, δεχόμαστε ύπουλα λακτίσματα (και σφαλιάρες και μπουνιές ενίοτε) του τύπου – μα καλά και τι θα κάνετε στην Αγγλία (θα εκπορνευθούμε αμφότεροι ηλίθιε) και –μμμμ, δηλαδή δουλειές δεν βρήκατε; (θα βρούμε άμα τη αφίξει μας) και πώς θα πάτε; (οδικώς είπαμε)-και που θα μείνετε; (σε χαρτοκούτι, σαν αυτό που θα κοιμάσαι και εσύ σε λίγο μένοντας Ελλάδα-μεγάλη απόφαση (εσύ θεωρείς μεγάλη απόφαση να αλλάξεις κανάλι στην τηλεόραση, αυτό δεν θα σου φαινόταν;)-μην κλείνετε τις πόρτες στην Ελλάδα ποτέ δεν ξέρετε (και τα παντζούρια θα κλείσουμε) και άλλα πολλά παρόμοια.
Αυτό με τους Έλληνες, μονίμως να κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια μπορεί να με κάνει τρελή. Που ξέρεις ρε φιλαράκο εγώ πως περνάω; Πώς τα βγάζω πέρα; Πώς είναι τα ψυχολογικά μου; Πώς έβγαλα τα μάτια μου στο διάβασμα τόσα χρόνια για να σερβίρω καφέδες; Και αν εσύ έθαψες τα όπλα σου στη λήθη του ζάπινγκ, εγώ ακονίζω το γιαταγάνι μου νυχθημερόν και αν συνεχίσεις δε θα διστάσω να το στρέψω στην καρωτίδα σου.
Παρ’όλα αυτά όμως, επειδή έχω και μια καλά κρυμμένη ευαίσθητη πλευρά και επειδή σε λίγους μήνες δε θα έχεις λεφτά ούτε για να αγοράσεις παραμύθια για τα παιδιά σου πάρε ένα παλιό μου κείμενο που ανέσυρα απο τα  σκονισμένα συρτάρια του υπολογιστή μου, να τους το διαβάζεις τις κρύες νύχτες του χειμώνα (ακριβαίνουν κι άλλο η ΔΕΗ, το πετρέλαιο και το αέριο). Και εγώ θα σε σκέφτομαι με φιλική κατανόηση όταν θα πίνω τις μπύρες μου στις βρετανικές pub.
Και θα σε ευχαριστώ, γιατί όσο με πληγώνεις τόσο με πορώνεις.

“Ο πόλεμος των λουλουδιών”

Όπως κάθε άνοιξη  έτσι και φέτος, η μαμά μου αγόρασε για το μπαλκόνι μας, γλάστρες, σακιά με χώμα, λιπάσματα και φυσικά λουλούδια. Και έτσι ξαφνικά, το μπαλκόνι γέμισε με τουλίπες, ζέρμπερες, πετούνιες, αγιόκλημα και γιασεμί, βασιλικό, ηλιοτρόπια και τόσα άλλα, που ούτε καν ξέρω πως λέγονται. Μόνο μία γλάστρα έμεινε άδεια στο τέλος ακουμπισμένη σε μια άκρη. Μία γλάστρα που θα ήταν η αιτία να ξεκινήσει ο φετινός πόλεμος των λουλουδιών.

-       Θαρρώ πως ομόρφυνα πολύ φέτος, είπε μία ζέρμπερα πορτοκαλιά, τεντώνοντας με νάζι το μακρύ λαιμό της.
-       Καλή είσαι και του λόγου σου, αν και λίγο κοντή για τα γούστα μου, της ανταπάντησε το ηλιοτρόπιο και γύρισε το κεφάλι του προς τα εκεί που ήταν ο ήλιος.
-       Αν μου ξαναμιλήσεις έτσι, θα σου φυτέψω τα μούτρα σε εκείνη εκεί την άδεια γλάστρα, φώναξε η ζέρμπερα.

Και μ’ αυτά και μ’ εκείνα, δεν άργησαν να πιαστούν φύλλο με φύλλο.

- Σσσς, ησυχάστε να κοιμηθούμε επιτέλους, φώναξε το νυχτολούλουδο που κοιμάται τα πρωινά αφού μένει άγρυπνο τις νύχτες.

Και ησύχασαν, επειδή όλοι έτρεμαν το νυχτολούλουδο. Μόνο η γιαγιά λεμονιά, που είχαν δει πολλά τα μάτια της κούνησε θλιμμένα τα λεμόνια της.

-       Πάλι τα ίδια θα έχουμε φέτος. Γιατί πάντα η ομορφιά να θολώνει έτσι το μυαλό, αφού είναι κάτι τόσο ανούσιο και περαστικό;, μουρμούρισε και βάλθηκε χωρίς όρεξη να φτιάξει μερικά λεμόνια.

Μερικά πρωινά αργότερα και ενώ το γιασεμί αγουροξυπνημένο σφύριζε ανέμελα, παρατήρησε κάτι που κανείς δεν είχε προσέξει. Η άδεια γλάστρα δεν ήταν πια άδεια.
Ένα μικρό πράσινο βλαστάρι είχε ξεπροβάλλει.

-       Ξυπνήστε-ξυπνήστε έχουμε ένα νεοφερμένο, άρχισε να τσιρίζει το γιασεμί.

Μόνο η γιαγιά λεμονιά αντιλήφθηκε αμέσως το είδος του φυτού.

-       Μμμ, περίεργο, μια ντοματιά. Έχω να δω τέτοιο από τα νιάτα μου, ψιθύρισε. Για κακή της τύχη όμως, την άκουσε ο βασιλικός που είναι μεγάλος κουτσομπόλης και σύντομα, το είχαν μάθει όλοι.
-       Ντοματιά; Αχ, αχ κρατήστε με, λιποθυμώ. Τι δουλειά έχει μια ταπεινή ανάμεσά μας;, ξίνισε τα μούτρα μια πετούνια.

Και οι υπόλοιποι συμφώνησαν, κουνώντας τα κεφάλια.

Η πραγματική έχθρα όμως ξεκίνησε, όταν η μαμά μου έριξε στη ντοματιά λίγο κοπριά.

-       Πφφφ. Τι βρώμα είναι αυτή;, φώναξε η ζέρμπερα και έκλεισε τη μύτη της.
-       Μπα, εδώ στα ψηλά που είμαι δε μου μυρίζει τίποτα, είπε χαιρέκακα το ηλιοτρόπιο. Πάντως, σιγά μη καταφέρει να κάνει καμιά ντομάτα .

Κάθε μέρα λοιπόν, η ντοματούλα αντιμετώπιζε την επίθεση των υπόλοιπων φυτών.

-       Δε θα τα καταφέρεις, δε μπορείς, ποτέ δε θα βγάλεις ντομάτες, ακουγόταν ένας ψίθυρος σε όλο το μπαλκόνι.


Και η ντοματούλα, μαράζωνε.

-       Δίκιο έχουν. Ούτε μια μικρή ντομάτα δε θα φτιάξω, μονολόγησε το φυτό και βάλθηκε να ξεραίνεται.
-       Μην τους ακούς. Μείνε πιστή στο όνειρό σου και κάντο να πραγματοποιηθεί, της είπε απαλά η γιαγιά η λεμονιά. Το μαγικό ραβδάκι των ευχών μας, το έχουμε κρυμμένο μέσα στα φύλλα της καρδιάς μας. Βρες το.

Και η μικρή ντοματιά το βρήκε. Έκανε τρεις μικρές, κατακόκκινες ντοματούλες. Μόνο τρεις. Που είχαν όμως τη γεύση πραγματοποιημένου ονείρου και έκαναν την πιο νόστιμη σαλάτα του φετινού καλοκαιριού.

                                          

           

Bliss you all
A.K.

1 comment:

  1. ax re afroditi eisai poihths gi'auto tairiaksate me thn aderfh mou thn paramu8atzou!

    ReplyDelete

back to top