Friday 26 August 2011

Ακούω φωνές


Τελευταία νύχτα στο σπίτι στο χωριό. Τελευταία και στην Ελλάδα. Αύριο το βράδυ θα ξεκινήσουμε για το λιμάνι της Ηγουμενίτσας, απ’ όπου θα φύγει το πλοίο για τη Βενετία. Το πλάνο λέει πως αρχές Σεπτέμβρη θα πατάμε σε αγγλικό έδαφος. Τα περισσότερα πράγματα είναι έτοιμα. Εγώ, δεν ξέρω πόσο έτοιμη είμαι. Ακούω δύο αντικρουόμενες εσώτερες φωνές (μμμ, αν απο τώρα άρχισες να ακούς φωνές καλή μου...).
Η μία, ενθουσιασμένη, ασπαζόμενη τη φιλοσοφική θέση του Διογένη πως δεν ήταν πολίτης καμιάς χώρας αλλά κοσμοπολίτης, μου έχει πάρει το κεφάλι απο τις ζητωκραυγές που επιτέλους έφτασε η ώρα.
-      Τέλεια. Θα περνάς φανταστικά. Θα έχεις μια φανταστική δουλειά, ένα εκπληκτικό αστικό περιβάλλον, πάφθηνα είδη πρώτης ανάγκης, δημόσιο σύστημα υγείας και τόσα άλλα. Έλα καλή μου ξεκόλλα τα μυαλά σου. Αυτό δεν ήθελες εξάλλου; Εσύ δεν το επέλεξες; Πφφφ! Σε βαρέθηκα. Αν μπορούσα να φύγω χωρίς εσένα, θα έφευγα να είσαι σίγουρη, λέει η φωνή.
Η άλλη, σα να μου φαίνεται θλιμμένη. Ίσα που ακούγεται πίσω απο τις φωνές της πρώτης.
-      Και όλοι αυτοί που μένουν πίσω; Πότε θα τους ξαναδείς; Άφησες μια στρωμένη ζωή για τί; Για να μας βάλεις σε περιπέτειες; Να με τρέχεις στο άγνωστο χωρίς να έχεις καν δουλειά εκ των προτέρων; Με τα πανάκριβα νοίκια; Πώς θα τα πληρώνεις; Πες μου. Πφφφ! Σε βαρέθηκα. Αν μπορούσα να μείνω χωρίς εσένα, θα έμενα να είσαι σίγουρη, λέει η άλλη φωνή.

Και όλο αυτό το κουβεντολόι δεν έχει τελειωμό. Και οι δύο δίκιο έχουν. Χαίρομαι και φοβάμαι συνάμα. Χαρμολύπη θαρρώ πως λέγεται αυτό που αισθάνομαι. Σα να είσαι μονίμως σε κάποιο roller coaster, με το που ξεκινάει η απότομη στροφή. Και αισθάνεσαι ένα αλλόκοτο κενό κάτω απο το στήθος να σε γαργαλάει. Που σε φοβίζει αλλά σου αρέσει κιόλας. Όπως τότε που πρωτοβγήκες στους δρόμους ως νέος οδηγός. Όπως κάποτε που ήσουν παιδί και είχες εκείνη την πρωτόφαντη εξερευνητική διάθεση απέναντι σε έναν κόσμο που έμοιαζε με ατέρμονο παιχνίδι αλλά συνάμα φοβόσουν να ξεμακρύνεις και πολύ και να χαθείς μέσα σε αυτόν. Όμως εν τέλει, ξεμάκραινες.

Η απάντησή μου στις φωνές; Ένα παλιό αγαπημένο αναρχικό σύνθημα:

ΜΟΝΗ ΜΑΣ ΠΑΤΡΙΔΑ, ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΑΣ ΧΡΟΝΙΑ

Και φωνές, σωπάστε επιτέλους! Έχω να κλείσω το σπίτι. Να καλύψω με παλιά φθαρμένα σεντόνια τα έπιπλα και να το παραδώσω στους μόνιμούς του ενοίκους. Στις αράχνες και στους σκορπιούς. Αλλά και στα φαντάσματά του, που θα το περιδιαβαίνουν μέσα στην υγρασία, στη σκόνη και στη σιγαλιά της νύχτας. Αναμένοντας στωικά να έρθει ξανά το επόμενο καλοκαίρι, να μας υποδεχθούν και να πάρουν πίσω λίγη απο τη χαμένη τους ζωή απο τα γέλια και τις χαρές μας.

Υπομονή φαντάσματα. Εξάλλου, μπροστά στην αιωνιότητά σας, δεν είναι τίποτα ο χρόνος που θα λείψουμε. Και θα επιστρέψουμε μέχρι να πείτε :

Αντίο[i].

Α.Κ.

Bliss you all


[i] a dio =στην ευχή του Θεού

1 comment:

  1. Ωραία κειμενάκια ρε φιλενάδα, αληθινά και συγκινητικά...

    ReplyDelete

back to top